- μαρρόν
- επίθ. άκλ. каштановый (о цвете)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μάρρον — μᾱρρον, τὸ (Α) σιδερένιο εργαλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σημιτική ή σουμεριακή λ. (πρβλ. ασσυριακό marru «σκαπάνη», λατ. marra «σιδερένιο εργαλείο»)] … Dictionary of Greek
μάρρον — iron spade neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάρρα — μάρρον iron spade neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάρρου — μάρρον iron spade neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)